- υπόπους
- -ουν, Ααυτός που έχει κάτω από το σώμα του πόδια («ἅπαν δὲ τὸ ὑπόπουν ἐξ ἀνάγκης ἀρτίους ἔχει τοὺς πόδας», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. πρό-πους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποπόδων — ὑπόπους furnished with feet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόποδα — ὑπόπους furnished with feet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόποδες — ὑπόπους furnished with feet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόποδι — ὑπόπους furnished with feet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόποδος — ὑπόπους furnished with feet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόποσι — ὑπόπους furnished with feet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπουν — ὑπόπους furnished with feet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
pop — POP1, popi, s.m. 1. Stâlp, bârnă, par, prăjină etc. având diverse întrebuinţări, mai ales ca element de susţinere sau de sprijin: a) bucată lungă de lemn, prăjină sau par, folosite pentru a sprijini în mod provizoriu un gard, crengile unui pom… … Dicționar Român